- αναφαγιά
- η1. έλλειψη φαγητού ή αποχή από αυτό, ασιτία, νηστεία2. λιγοστό φαΐ, υποσιτισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναφαγιά — η το να μην τρώει κανείς, λιγοφαγιά: Τι αναφαγιά είναι αυτή η δική σου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφαγία — αφαγία, η και αφαγιά, η και αναφαγιά, η το να μην τρώει κανείς, η λιγοφαγία, η νηστεία: Από την αναφαγιά έφεξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)